- ἀλιβάνωτος
- ἀλιβάνωτοςnot honoured with incensemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλιβάνωτος — η, ο (Α ἀλιβάνωτος, ον) [λιβανοῡμαι] αυτός που δεν λιβανίστηκε, αθυμίαστος, αλιβάνιστος … Dictionary of Greek
αλιβάνιστος — αλιβάνιστος, η, ο και αλιβάνωτος, η, ο 1. αυτός που δε λιβανίστηκε, δε θυμιατίστηκε με λιβάνι: Ξέχασα χθες τις εικόνες αλιβάνιστες. 2. αυτός που αποφεύγει την εκκλησία: Αλιβάνιστος ο ίδιος, ζητούσε να πείσει κι εμένα να πάμε για κυνήγι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)